Καστοριά
Featured Hotels
Afkos Grammos Resort
Επιλογή ημερομηνιών
Loggas Hotel Kastoria
Επιλογή ημερομηνιών
Η Καστοριά είναι πόλη της Ελλάδας και πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο της Δυτικής Μακεδονίας. Ο πραγματικός πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στους 13.387 κατοίκους. Είναι χτισμένη πάνω σε χερσόνησο της λίμνης Ορεστιάδας, σε υψόμετρο 703 m από την επιφάνεια της θάλασσας, ανάμεσα στα βουνά Βίτσι και Γράμμο. Περιβάλλεται από τη λίμνη της και συνδέεται με την ξηρά μέσω μιας ευρύτερης λωρίδας γης από επιχωματώσεις, δίνοντας την εντύπωση νησιού.
Στην μακραίωνη ιστορία της, μιάμιση χιλιετία από κτίσεως, γνώρισε πολιορκίες και κατακτήσεις από Βουλγάρους, Νορμανδούς και Τούρκους, διατηρώντας όμως μέχρι σήμερα σημαντικό αριθμό βυζαντινώνεκκλησιών, κειμηλίων και αρχοντικών ως τεκμήρια της κατά καιρούς ακμής της, λόγω της επιτυχημένης εμπορίας και διακίνησης των γουναρικών σε σημαντικά κέντρα της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, η γουνοποιία και τα είδη παραγωγής της άνθισαν πολύ με αποτέλεσμα οι Καστοριανοί να εξαπλωθούν σε πολλές χώρες του κόσμου όπως Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία δημιουργώντας αξιόλογες παροικίες.
Η λίμνη της Καστοριάς
Η λίμνη της Καστοριάς βρίσκεται σε υψόμετρο 620μ. Έχει σχήμα έλλειψης και τα νερά της περιβρέχουν την πόλη. Έχει επιφάνεια 28,655 τετραγωνικά χλμ. μέγιστο μήκος 7.500μ., μέγιστο πλάτος 5.425μ. και είναι η ογδόη σε μέγεθος λίμνη στην Ελλάδα. Το βάθος της κυμαίνεται από 8-12 μέτρα και η μέση θερμοκρασία είναι 22 βαθμοί Κελσίου. Η λίμνη έχει πολλές εισροές νερού από τα δυτικά και μια εκροή στον ποταμό Αλιάκμονα. Σε παλαιότερη εποχή η λίμνη περιέβαλλε εξ ολοκλήρου το βραχόβουνο που σχημάτιζε έτσι νησίδα.
Αξιοσημείωτες αναφορές για τη γουνοποιία
Μαζί με τη λίμνη της, ευρύτατα γνωστό χαρακτηριστικό της πόλης είναι η δραστηριοποίηση των κατοίκων της για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια στην τέχνη της γουναρικής (την πρώτη έγγραφη μαρτυρία εντοπίζουμε σε Πατριαρχικόν σιγίλλιον έτους 1574, με το οποίο ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ανέθεσε τον έλεγχο της περιουσίας των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους στην περίφημη συντεχνία των Καστοριανών γουναράδων της Κωνσταντινουπολίτικης παροικίας)., της οποίας τη σύσταση ανάγουν οι ερευνητές στον 16ο αι. Το 1780 ο πατριάρχης Σωφρόνιος, ύστερα από αίτηση των μοναχών του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου Πάτμου, ανέθεσε στους γουναράδες την επιστασία της ιστορικής μονής.
Η γούνα αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο ενδυμασίας και ήταν σύμβολο αρχοντιάς και τρόπος κοινωνικής προβολής. Ο Γάλλος περιηγήτης Αντουάν Ολιβιέ (Antoine Olivier), στο τέλος του 17ου αι., μιλώντας για τους Έλληνες της Πόλης, αναφέρει ότι οι πλούσιοι φορούσαν τον χειμώνα δυο και τρεις γούνες, τη μιά επάνω στην άλλη εν πέντε σισύραις εγκεκυρδυλημένος, όπως έγραφε στα 1880 ο Γεώργιος Βιζυηνός από το Γκαίτιγκεν της Γερμανίας). Αλλά και οι φτωχοί χρησιμοποιούσαν ευτελέστερες γούνες, από λαγό, τσακάλι ή αρνί. Οι περισσότερες γυναίκες, γράφει χαρακτηριστικά, έχουν δέκα και δώδεκα φουστάνια με γουναρικά που μερικά από αυτά αξίζουν 15.000-20.000 φράγκα. Αυτή τη ματαιόδοξη τάση επιδείξεως της διοικητικής και οικονομικής αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως εκμεταλλεύθηκαν οι οι Έλληνες γουναράδες και δημιούργησαν το προσοδοφόρο επάγγελμα και εμπόριο που απλώνονταν και έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στη μακρινή Ολλανδία. Η οικονομική ευεξία των γουναράδων της Κωνσταντινουπόλεως ιδιαίτερα στον 18ο αι. υπήρξε σημαντικός παράγοντας όχι μόνο για την επιβολή τους ανάμεσα στους ομοεθνείς, αλλά και για την άσκηση επιρροής στους Τούρκους αξιωματούχους, από τους ανωτέρους ως τους κατωτέρους. Επικεφαλής της συντεχνίας (πρωτομαϊστορες) αναφέρονται πρόσωπα που βοήθησαν στην πραγματοποίηση κοινωφελών έργων. Ανάμεσά τους την πρώτη ασφαλώς θέση κατέχει ο Μανωλάκης Καστοριανός, προστάτης των γραμμάτων και ενισχυτής σχολείων, ο πρωτομαϊστωρ Αθανάσιος που διέθεσε το 1720 μεγάλο ποσό για την επισκευή του πατριαρχικού ναού και άλλοι. Στα τέλη του 19ου αι., διερχόμενος από την Αχρίδα, ο Βίκτωρ Μπεράρ γράφει ότι το 1850 οι Έλληνες της Αχρίδας ήσαν πάμπλουτοι.
Η τέχνη της γουναρικής
Η τέχνη των Καστοριανών γουνοποιών συνιστάται στην ειδική επεξεργασία των χορδάδων (αποκομμάτων δερμάτων, αυτά δηλαδή που αποκόπτονταν από άλλους ως φύρα) που χειρίζονται με μοναδικό τρόπο και με ιδιαίτερη τεχνική. Η σχετική ζήτηση ανέκυψε όταν, λόγω της μεγάλης ζήτησης των γουναρικών, με σουλτανικό διάταγμα απαγορεύτηκε για κάποια χρονική περίοδο η χρήση τους το 1713 γιατί επήλθε «σπάνις γουνών». Τότε (18ος αι.) ανέκυψε η ανάγκη να χρησιμοποιηθούν τα αποκόμματα για να καλύψουν τη μεγάλη ζήτηση. Πρόκειται για συρραφή μικρών τεμαχίων που κόβονται σε μικρότερες λωρίδες και υπολωρίδες για να επιτευχθεί ο ομοιόμορφος, ελκυστικός, εντυπωσιακός και ενιαίος φυσικός χρωματισμός, η επιθυμητή φορά του τριχώματος. Τα τεμάχια αυτά προέρχονταν από ό,τι απέμενε από τα δέρματα – κεφάλι, πόδι, κοιλιά – τα οποία έρχονταν, ως μη εκμεταλλεύσιμα, από την Αμερική στα εργαστήρια της Καστοριάς μέσα σε μεγάλες λινάτσες καλά συρραμένες («μπάλες»). Έτσι προέκυψαν διάφορες ειδικότητες όπως ο διαλογέας, ο κόφτης, καθώς και ο «χρωματιστάς» ο οποίος ξεχώριζε κατά χρώματα τα κομμάτια τού δέρματος, αλλά και κατά είδος (ζερβά ποδαράκια, δεξιά ποδαράκια, γιατί δεν χρησιμοποιούνταν μαζί στο ίδιο παλτό, κεφάλια, ουρές κτλ., π.χ. το μαύρο γουναρικό υπήρχε σε δέκα και περισσότερες αποχρώσεις). Άλλες ειδικότητες ήταν η «καμπαντοσύνη» (ομογενοποίηση της φοράς του τριχώματος), η συρραφή σε ειδικές μηχανές, ο «σταματωτάς» (σταματώνει, βρέχει και τεντώνει τα δέρματα σε ξύλινες τάβλες, τα σταματούρα) και η έκθεση στον ήλιο των συρραμένων κομματιών. Όλα αυτά κατέστησαν τις γούνες της Καστοριάς περιζήτητες στην παγκόσμια αγορά και προσέδωσαν στην πόλη τη γνωστή της φήμη και την οικονομική, κατά καιρούς, ευεξία της. Το χαμηλό κόστος των χορδάδων, ο καταμερισμός της εργασίας και η εξιδίκευση, με πρώτιστη αυτή του χρωματιστά, έκαναν περιζήτητες τις γούνες της Καστοριάς. ΄Ενας πολύ καλός χρωματιστάς μπορεί να πετύχει μέχρι και δέκα αποχρώσεις διαφορετικών αποκομμάτων π.χ. του γκρι-γκρι, σχιστόλιθου, ανοιχτού γκρι, στάχτης, ασημί, ομίχλης, απαλού μπλέ, λεβάντας, απαλού γκρι, cool.
Κατά τον Θρασύβουλο Παπαστρατή, την τέχνη της γουνοποιίας την έφεραν στην Καστοριά οι εκ Ισπανίας Σεφαρδίτες Εβραίοι (1492- 1498), από την Αχρίδα.
Τα αρχοντικά της Καστοριάς
Δείγματα της λαμπρής άνθησης της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας των κατοίκων της Καστοριάς κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα του 18ουαι. (1710-1726) και (1760 ως το τέλος του αιώνα) αποτελούν τα πολυάριθμα πανύψηλα αρχοντικά της καμωμένα για τις βιοτικές ανάγκες των ενοίκων της. Ήταν τότε που υπογράφηκαν διάφορες διεθνείς συνθήκες και επεκράτησε ειρήνη και ελευθερία επικοινωνίας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Παρουσιάζουν ακόμα και σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ως οικιστικό σύνολο. Με εσωτερικούς χωρισμένους λειτουργικούς χώρους, εσωτερικές διακοσμήσεις, περίτεχνα ξυλόγλυπτα στα σανιδώματα στις οροφές, πολύχρωμους υαλωτούς φεγγίτες υψηλής αισθητικής, ζωφόρους κατάκοσμους, πλήθος φυτομορφικών διακοσμήσεων και ρόμβων δημιουργούν και συνθέτουν ένα ιδιότυπο εσωτερικό χώρο, που βρίσκει την καλύτερη έκφρασή του στην Καστοριά, ένα ιδιότυπο μακεδονικό ρυθμό. Είναι κατ΄εξοχήν δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Γενικά στα αρχοντικά της Καστοριάς υπάρχει μια ισορροπία σε σχέση με το περιβάλλον, ενώ διατηρούν ακέραιες τις αρετές του μέτρου και της ανθρώπινης κλίμακας. Ανάλογα με την κλίση του εδάφους ήταν τριώροφα και τετραώροφα, όταν δεν υπήρχε κλίση ήταν μόνο το ισόγειο, το μεσοπάτωμα και ο όροφος. Τα μεγάλα σπίτια για πρώτη φορά απέκτησαν τζαμλίκια και ξύλινα παράθυρα που οι Τούρκοι τα αποκαλούσαν «κιρκ πεντζέρ» (=σαράντα παραθύρια)